- εθνογράφος
- οο ειδικός στην εθνογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στον Αθαν. Χριστόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εθνογράφος — ο επιστήμονας που ασχολείται με την εθνογραφία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
έθνος — Τίτλος εφημερίδων. 1. Ημερήσια αθηναϊκή καθημερινή εφημερίδα με εκδότη τον Σπυρίδωνα Νικολόπουλο (1913), ο οποίος διετέλεσε διευθυντής της έως τον θάνατό του (1938). Έπειτα από διάφορες διακοπές της έκδοσής της, που οφείλονταν στην οξύτητα των… … Dictionary of Greek
εθνογραφία — Κλάδος της εθνολογίας (βλ. λ.), ο οποίος συγκεντρώνει, περιγράφει και αναλύει τις εκφράσεις του πολιτισμού των διαφόρων εθνών. To μεγαλύτερο σε ύψος (1,5 μ.) από τα κυκλαδικά ειδώλια προέρχεται από την Αμοργό (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα) … Dictionary of Greek
Γιακούσκιν, Πάβελ — (1822 – 1872). Ρώσος συγγραφέας, εθνογράφος και ηθοποιός. Περιόδευσε τη Ρωσία ως πλανόδιος έμπορος, συγκεντρώνοντας επί 20 χρόνια λαογραφικό υλικό. Το 1860 δημοσίευσε συλλογή ρωσικών δημοτικών τραγουδιών και το 1863 το μυθιστόρημα Ο μεγάλος θεός… … Dictionary of Greek
Κον Τίκι — Ονομασία σχεδίας, που κατασκευάστηκε σύμφωνα με τα πρότυπα των αρχαίων περουβιανών σκαφών, με κορμούς δέντρων και πανί από καλάμια. Η επιφάνειά της ήταν περίπου 100 τ.μ. Με το Κ.Τ., το 1947, ο Νορβηγός εθνογράφος Τ. Κέγιερνταλ πέρασε μαζί με… … Dictionary of Greek
Ράντλοφ, Βασίλι Βασίλιεβιτς — (1873 – 1918). Ρώσος ασιανολόγος, εθνογράφος και αρχαιολόγος. Αποφοίτησε το 1858 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Διετέλεσε διευθυντής του Ασιατικού Μουσείου της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης (1885 90) και του Μουσείου Ανθρωπολογίας και… … Dictionary of Greek
Τέιλορ, Έντουαρντ Μπέρνετ — (Taylor, 1832 – 1917). Άγγλος εθνογράφος. Διετέλεσε επιμελητής του Εθνογραφικού Μουσείου του πανεπιστημίου της Οξφόρδης και καθηγητής στην έδρα της εθνογραφίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Είναι ο δημιουργός (μαζί με τον X. Σπένσερ) της εξελικτικής… … Dictionary of Greek